- προσφιλής
- προσφιλήςdearmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσφιλής — ές, ΝΜΑ αγαπητός αρχ. 1. (για πράγματα, πράξεις, καταστάσεις κ.λπ.) αρεστός, ευχάριστος («σχῆμα... στολῆς... προσφιλεστάτης ἐμοί», Σοφ.) 2. αυτός που έχει αγαθές διαθέσεις προς κάποιον, ευμενής, ευνοϊκός («ὑπάρχων εὐεργετικὸς καὶ μεγαλόδωρος καὶ… … Dictionary of Greek
προσφιλής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, ο πολύ αγαπητός, ο πολυαγαπημένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσφιλῆ — προσφιλής dear neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) προσφιλής dear masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) προσφιλής dear masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφιλέστερον — προσφιλής dear adverbial comp προσφιλής dear masc acc comp sg προσφιλής dear neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφιλεστάτων — προσφιλής dear fem gen superl pl προσφιλής dear masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφιλές — προσφιλής dear masc/fem voc sg προσφιλής dear neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφιλέστατα — προσφιλής dear adverbial superl προσφιλής dear neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφιλέστατον — προσφιλής dear masc acc superl sg προσφιλής dear neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφιλεστάτη — προσφιλής dear fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφιλεστάτην — προσφιλής dear fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)